πρωτομαθαίνω

πρωτομαθαίνω
Ν
1. μαθαίνω κάτι για πρώτη φορά ή αρχίζω να μαθαίνω κάτι
2. μαθαίνω, πληροφορούμαι κάτι πρώτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρωτομαθαίνω — πρωτόμαθα 1. μαθαίνω για πρώτη φορά: Πρωτομαθαίνω κολύμπι. 2. μαθαίνω, πληροφορούμαι κάτι πρώτος: Εγώ το πρωτόμαθα το νέο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …   Dictionary of Greek

  • πρωτομάθητος — η, ο, Ν [πρωτομαθαίνω] 1. αυτός που αρχίζει να μαθαίνει κάτι 2. (κατ επέκτ.) άπειρος, αρχάριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”